- δικαιωματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που είναι απόρροια του δικαιώματος: Ζητεί δικαιωματικά την αγάπη του, αφού είναι η σύζυγός του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικαιωματικός — ή, ό αυτός που απορρέει από κάποιο δικαίωμα … Dictionary of Greek